ὠμοπλάτη — shoulder blade fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοπλάτῃ — ὠμοπλάτη shoulder blade fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωμοπλάτη — η 1. στην ανατομία, καθένα από τα δύο τριγωνικά οστά που βρίσκονται κάτω από τον ώμο και στην πίσω επιφάνεια του θώρακα, η σπάλα. 2. η περιοχή του κορμού γύρω από το οστό της ωμοπλάτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὠμοπλάται — ὠμοπλάτη shoulder blade fem nom/voc pl ὠμοπλάτᾱͅ , ὠμοπλάτη shoulder blade fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοπλατέων — ὠμοπλάτη shoulder blade fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοπλατῶν — ὠμοπλάτη shoulder blade fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοπλάταις — ὠμοπλάτη shoulder blade fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοπλάτην — ὠμοπλάτη shoulder blade fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοπλάτης — ὠμοπλάτη shoulder blade fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάτη — I Νησί στη δυτική ακτή της Άνδρου, στη συστάδα των Γαυριονησιών. Tην ίδια ονομασία έχει στα ελληνικά και το νησί Γιασύ Αντά της Προποντίδας, στη συστάδα των Πριγκιπόνησων. II Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.), στην … Dictionary of Greek